-
1 κατι
-
2 κάτι
-
3 κἄτι
-
4 κάτι
1. αντων. άκλ.1) нечто, что-то, кое-что; что-либо, что-нибудь;έχω κάτι να σού πω — я хочу тебе что-то сказать;
κάτι συμβαίνει — что-то происходит;
κάτι γίνεται — кое-что получается;
εδώ κάτι λείπει — здесь что-то не так;
κάτι του λείπει — ему чего-то не хватает;
2) некий, некоторый, один, какойто, какой-нибудь, какие-то;άνθρωποι — какие-то люди;πάμε σε κάτι φίλους — пошли к друзьям;
3) такой, такая, такое (для выражения сильной степени);έχει κάτι μάτια! — у неё такие глаза!;
έλεγε κάτι ανοησίες! — он нёс такой вздор!;
4) (в сочетании с частицей τι для усиления):κάτι τι — что-то, коечто (особенное, необыкновенное);
βλέπω κάτι τι εκεί πάνω я вижу что-то там наверху;έλα να σού δώσω κάτι τι — иди сюда, я тебе что-то дам;
2. επίρρ. слегка, чуть-чуть, немного, несколько;κάτι περισσότερο (λιγώτερο) — чуть-чуть больше (меньше);
κάτι καλά — довольно хорошо, ничего себе;
κάτι αργά ήλθες — ты пришёл довольно поздно;
κάτι καλύτερο — немного лучше
κάτι2/2τό1) складка, сгиб;διπλωμένος σε τρία κάτι2/2α — сложенный втрое;
2) волокно -
5 κάτι άλλο
неcто другоГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κάτι άλλο
-
6 αναβάλλω κάτι για
verschieben etw. auf -
7 αντιστοιχώ σε κάτι
-
8 φυσώ κάτι
[ντούτσα] ρ θυμώνω -
9 κάνω κάτι αυθαίρετα
[σβαιβόλ’νυϊ] επ αυθαίρετος -
10 για κάτι τέτοιο
за такво нештоГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > για κάτι τέτοιο
-
11 κατιωμένον
κατῑωμένον, κατά-ἰόομαιbecome: perf part mp masc acc sgκατῑωμένον, κατά-ἰόομαιbecome: perf part mp neut nom /voc /acc sgκατῑωμένον, κατά-ἰόωbecome: perf part mp masc acc sgκατῑωμένον, κατά-ἰόωbecome: perf part mp neut nom /voc /acc sg -
12 κατίθυνεν
κατί̱θῡνεν, κατιθύνωaor ind act 3rd sg (epic ionic)κατί̱θῡνεν, κατιθύνωimperf ind act 3rd sg (epic ionic)κατίθῡνεν, κατιθύνωaor ind act 3rd sg (homeric ionic)κατίθῡνεν, κατιθύνωimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)κατί̱θῡνεν, κατιθύνωaor ind act 3rd sg (epic ionic)κατί̱θῡνεν, κατιθύνωimperf ind act 3rd sg (epic ionic) -
13 κατισχνωμένον
κατῑσχνωμένον, κατά-ἰσχνόωmake dry: perf part mp masc acc sgκατῑσχνωμένον, κατά-ἰσχνόωmake dry: perf part mp neut nom /voc /acc sg -
14 κατίστα
κατί̱στᾱ, καθίστημιset down: imperf ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic parad-form prose)κατίστᾱ, καθίστημιset down: pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic parad-form prose)κατί̱στᾱ, καθιστάωimperf ind act 3rd sg (ionic)κατίστᾱ, καθιστάωpres imperat act 2nd sg (ionic)κατίστᾱ, καθιστάωimperf ind act 3rd sg (ionic) -
15 κατίσχανον
κατί̱σχανον, κατά-ἰσχάνωhold in check: imperf ind act 3rd pl (epic)κατί̱σχανον, κατά-ἰσχάνωhold in check: imperf ind act 1st sg (epic)κατά-ἰσχάνωhold in check: imperf ind act 3rd pl (epic)κατά-ἰσχάνωhold in check: imperf ind act 1st sg (epic) -
16 κατίσχυκε
κατί̱σχῡκε, κατισχύωoverpower: perf imperat act 2nd sgκατί̱σχῡκε, κατισχύωoverpower: perf ind act 3rd sg -
17 κατίσχυκεν
κατί̱σχῡκεν, κατισχύωoverpower: plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic)κατί̱σχῡκεν, κατισχύωoverpower: perf ind act 3rd sg -
18 κατίσχυον
κατί̱σχῡον, κατισχύωoverpower: imperf ind act 3rd plκατί̱σχῡον, κατισχύωoverpower: imperf ind act 1st sgκατίσχῡον, κατισχύωoverpower: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)κατίσχῡον, κατισχύωoverpower: imperf ind act 1st sg (homeric ionic) -
19 κατίωται
κατί̱ωται, κατά-ἰόομαιbecome: perf ind mp 3rd sgκατί̱ωται, κατά-ἰόωbecome: perf ind mp 3rd sg -
20 κατικμασμένην
κατῑκμασμένην, κατά-ἰκμάζωfilter through: perf part mp fem acc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
κατί(ν) — κατί(ν), τὸ (Μ) [κάτα] γατάκι … Dictionary of Greek
κάτι — (I) (Μ κάτι και ὁκάτι[ν]) (αόρ. αντων. κοινού γένους και αριθμού η οποία απαντά στην ονομ. και αιτ.) 1. κάποιος, κάποια, κάποιο («έχω κάτι να σού δώσω») 2. (ως επίρρ.) λίγο, κάπως («αυτά τα ρούχα είναι κάτι καλύτερα από τα άλλα») νεοελλ. 1. ως… … Dictionary of Greek
κάτι — αόρ. αντων. χωρίς γένος και αριθμό 1. κάποιος: Πάμε σε κάτι φίλους. 2. σοβαρό, εξαιρετικό: Νομίζει πως είναι κάτι κι αυτή. 3. κάπως, λίγο: Θέλει κάτι περισσότερο. το πληθ. ια (λ. τουρκ.), δίπλα, πτυχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κἄτι — ἔτι , ἔτι yet indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατιωμένον — κατῑωμένον , κατά ἰόομαι become perf part mp masc acc sg κατῑωμένον , κατά ἰόομαι become perf part mp neut nom/voc/acc sg κατῑωμένον , κατά ἰόω become perf part mp masc acc sg κατῑωμένον , κατά ἰόω become perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατίθυνεν — κατί̱θῡνεν , κατιθύνω aor ind act 3rd sg (epic ionic) κατί̱θῡνεν , κατιθύνω imperf ind act 3rd sg (epic ionic) κατίθῡνεν , κατιθύνω aor ind act 3rd sg (homeric ionic) κατίθῡνεν , κατιθύνω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) κατί̱θῡνεν ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουσία — Κάτι που πραγματικά υπάρχει. Λέγεται επίσης και για κάτι που ικανοποιεί τη γεύση (το ψωμί χωρίς αλάτι δεν έχει ουσία). Ως σύνθετη, η λέξη έχει διάφορες έννοιες, όπως, για παράδειγμα, περιουσία. Ο όρος χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στα φιλοσοφικά… … Dictionary of Greek
κατισχνωμένον — κατῑσχνωμένον , κατά ἰσχνόω make dry perf part mp masc acc sg κατῑσχνωμένον , κατά ἰσχνόω make dry perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατίστα — κατί̱στᾱ , καθίστημι set down imperf ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) κατίστᾱ , καθίστημι set down pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) κατί̱στᾱ , καθιστάω imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατίσχανον — κατί̱σχανον , κατά ἰσχάνω hold in check imperf ind act 3rd pl (epic) κατί̱σχανον , κατά ἰσχάνω hold in check imperf ind act 1st sg (epic) κατά ἰσχάνω hold in check imperf ind act 3rd pl (epic) κατά ἰσχάνω hold in check imperf ind act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατίσχυκε — κατί̱σχῡκε , κατισχύω overpower perf imperat act 2nd sg κατί̱σχῡκε , κατισχύω overpower perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)